ὁμολογεῖται

ὁμολογεῖται
ὁμολογέω
to be
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

  • TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • πανθομολογούμαι — έομαι 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) πανθομολογείται ομολογείται από όλους, είναι γενικά παραδεκτό 2. (η μτχ.) πανθομολογούμενος, η, ο αυτός ως προς τον οποίο συμφωνούν όλοι, που είναι κοινώς παραδεκτός, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πολλαχόθεν — ΝΜΑ επίρρ. από πολλά μέρη ή σημεία («πολλαχόθεν ὁμολογεῑται», Πλάτ.) αρχ. για πολλούς λόγους («πολλαχόθεν ξυνέβη... ἀναχωρῆσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ό θεν (πρβλ. αλλ αχ όθεν, ολιγ αχ …   Dictionary of Greek

  • σωφροσύνη — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, ονος] το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ γ. «αἰδὼς σωφροσύνης… …   Dictionary of Greek

  • Άγιο Πνεύμα — I Το όνομα του τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία, η αΐδιος εκπόρευση του Α.Π. γίνεται από τον Πατέρα «ως μόνης πηγής και αιτίας», ενώ η «εν χρόνω αποστολή του στην Εκκλησία» γίνεται «από του Πατρός δι’ Υιού». Τούτο δεν …   Dictionary of Greek

  • ὁμολογεῖτ' — ὁμολογεῖτο , ὁμολογέω to be pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ὁμολογεῖτε , ὁμολογέω to be pres imperat act 2nd pl (attic epic) ὁμολογεῖτε , ὁμολογέω to be pres opt act 2nd pl ὁμολογεῖτε , ὁμολογέω to be pres ind act 2nd pl (attic epic) ὁμολογεῖται …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”